- μετοίκιος
- μετοίκ-ιος Ζεύς, Zeus asA Protector of the μέτοικοι, Phryn.PSp.88 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετοίκιος — μετοίκιος, ὁ (Α) [μέτοικος] προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τών μετοίκων … Dictionary of Greek